κοπετός

κοπετός
2870 κοπετός
{сущ., 1}
плач или рыдание с биением себя в грудь (Деян. 8:2). LXX: 4553 (דפֵּסְמִ).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοπετός" в других словарях:

  • κοπετός — noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετός — ο (ΑM κοπετός) γοερός θρήνος που συνοδεύεται συνήθως από δαρμούς τού στήθους («συνεκόμισαν δὲ τὸν Στέφανον ἄνδρες εὐλαβεῑς καὶ ἐποίησαν κοπετὸν μέγαν ἐπ αὐτῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω, κατά το σχήμα ὕει «βρέχει»: ὑετός] …   Dictionary of Greek

  • κοπετός — ο μεγάλος θρήνος που συνοδεύεται με στηθοκοπήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπετοῖν — κοπετός noise masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετοῖς — κοπετός noise masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετοί — κοπετός noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετοῦ — κοπετός noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετούς — κοπετός noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετῶν — κοπετός noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετῷ — κοπετός noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετόν — κοπετός noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»